- ταριχοπράτισσα
- τᾰρῑχο-πράτισσα [ᾱτ], ἡ,A female pickle-seller, PMasp.23.8 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταριχοπράτισσα — ἡ, Α γυναίκα έμπορος παστών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + πράτης + επίθημα ισσα (πρβλ. ἱέρ ισσα)] … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek